καπελιέρα

καπελιέρα
η
(λ. ιταλ.), κιβώτιο κατάλληλο για φύλαξη ή μεταφορά καπέλων: Μετά την κατασκευή τους τα βάζει σε καπελιέρες και τα στέλνει στο εξωτερικό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καπελιέρα — η κουτί από δέρμα, ξύλο ή χαρτόνι για τη φύλαξη ή μεταφορά καπέλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capelliera] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”