- καπελιέρα
- η(λ. ιταλ.), κιβώτιο κατάλληλο για φύλαξη ή μεταφορά καπέλων: Μετά την κατασκευή τους τα βάζει σε καπελιέρες και τα στέλνει στο εξωτερικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.